μπόρεση

μπόρεση
η
το να μπορεί κανείς να κάνει κάτι, η δύναμη: Δεν είχε μπόρεση να ξεφύγει από την παρανομία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπόρεση — η η δύναμη, η ικανότητα να μπορεί κάποιος να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπορώ + κατάλ. ση] …   Dictionary of Greek

  • ημπόρεση — και μπόρεση, η (Μ ἠμπόρεση και ἐμπόρεση, μπόρεσις, μπόρεση, μπόρηση) 1. δύναμη 2. δυνατότητα 3. κυριαρχία, εξουσία 4. κατοχή, κυριότητα 5. οικονομική άνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μπόρεση] …   Dictionary of Greek

  • εμπόρεση — και μπόρεση, η 1. δύναμη («έδειχνε την εμπόρεση τσ αγάπης τη μεγάλη», Ερωτόκρ.) 2. γεν. κατάσταση («γνωρίζοντας ποιές είμαστε και την εμπόρεση μας», Φόρτουν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”